ἔκτεινα

ἔκτεινα
ἐκτείνω
stretch out
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
κτείνω
kill
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκτείνω — έκτεινα και εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος, μτβ. 1. απλώνω, τεντώνω: Εκτείνω το χέρι μου. 2. ξαπλώνω, απλώνω κάτω: Να εκτείνετε τον ασθενή στο χειρουργικό τραπέζι. 3. επεκτείνω, μεγαλώνω, επιμηκύνω: Εκτείνω τα όρια του κράτους. 4. το μέσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀκτείνασα — ἐκτείνᾱσα , ἐκτείνω stretch out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνας — ἐκτείνᾱς , ἐκτείνω stretch out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνασα — ἐκτείνᾱσα , ἐκτείνω stretch out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνασαι — ἐκτείνᾱσαι , ἐκτείνω stretch out aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνασαν — ἐκτείνᾱσαν , ἐκτείνω stretch out aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνασι — ἐκτείνᾱσι , ἐκτείνω stretch out aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνασιν — ἐκτείνᾱσιν , ἐκτείνω stretch out aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκτειν' — ἔκτεινε , ἐκτείνω stretch out pres imperat act 2nd sg ἔκτειναι , ἐκτείνω stretch out aor imperat mid 2nd sg ἔκτεινα , ἐκτείνω stretch out aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔκτεινε , ἐκτείνω stretch out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔκτεινε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτείνυμι — (Α) κτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κτάνυμι, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα και συνδέεται με αρχ. ινδ. ksa nό ti «τραυματίζω» το ει οφείλεται σε επίδραση τού κτείνω, ἔκτεινα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”